- κηπάκι
- το [κήπος]μικρός κήπος, περιβολάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
κηπάριο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 750 μ., 68 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 16 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοζάνης. * * * το [κήπος] κηπάκι, περιβολάκι … Dictionary of Greek
Τρίκαλα — I Πόλη της δυτικής Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της ομώνυμης επαρχίας. Χτισμένη στο κένρο της δυτικής λεκάνης της Θεσσαλίας, που ονομάζεται πεδιάδα των T., διαρρέεται από τον παραπόταμο του Πηνειού Ληθαίο, ο οποίος με τις… … Dictionary of Greek
κηπάριο — κηπάριο, το και κηπάκι, το μικρός κήπος, περιβολάκι: Δεν το πουλάει το κηπάριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)